Το δέντρο που έδινε

ΤΟ ΔΕΝΤΡΟ ΠΟΥ ΕΔΙΝΕ

Μια φορά κι έναν καιρό ήταν μια μηλιά... και αγαπούσε ένα αγοράκι. Κάθε μέρα το αγοράκι πήγαινε και μάζευε τα φύλλα της και τα έπλεκε στεφάνι. Κι έπαιζε το βασιλιά του δάσους. Σκαρφάλωνε στον κορμό της κι έκανε κούνια στα κλαδιά της, έτρωγε τα μήλα της και έπαιζαν κρυφτό. Κι όταν το αγόρι κουραζόταν ξάπλωνε στον ίσκιο της. Και το αγόρι αγαπούσε τη μηλιά... πάρα πολύ. Και η μηλιά ήταν ευτυχισμένη.

Μα πέρασαν τα χρόνια και το αγόρι μεγάλωσε. Πολλές φορές η μηλιά έμενε μονάχη. Μια μέρα το αγόρι πήγε μηλιά κι εκείνη είπε: «Έλα Αγόρι να σκαρφαλώσεις στον κορμό μου, να φας μήλα, να παίξεις στον ίσκιο μου και να είσαι ευτυχισμένο». «Είμαι μεγάλος πια για να σκαρφαλώνω και να παίζω», είπε το αγόρι. «θέλω λεφτά. Μπορείς να μου δώσεις λεφτά;». «Λυπάμαι», είπε η μηλιά, «μα εγώ δεν έχω λεφτά. Έχω μονάχα φύλλα και μήλα. Πάρε τα μήλα μου, Αγόρι και πούλησέ τα στην πόλη. Έτσι, θα έχεις λεφτά και θα είσαι ευτυχισμένο». Και τότε το αγόρι σκαρφάλωσε στη μηλιά, μάζεψε τα μήλα της και τα πήρε μαζί του. Και η μηλιά ήταν ευτυχισμένη.

Μα το αγόρι έκανε πολύ καιρό να ξαναφανεί... Και η μηλιά ήταν λυπημένη. Ώσπου μια μέρα το αγόρι ξαναγύρισε. Και η μηλιά τρεμούλιασε από τη χαρά της και είπε:«Έλα Αγόρι να σκαρφαλώσεις στον κορμό μου, να φας μήλα, να παίξεις στον ίσκιο μου και να είσαι ευτυχισμένο». «Είμαι έχω καιρό   για να σκαρφαλώνω σε δέντρα», είπε το αγόρι. «θέλω ένα σπίτι που να μου δίνει ζεστασιά». «Σπίτι μου είναι το δάσος· μα μπορείς να κόψεις τα κλαδιά μου και να χτίσεις ένα σπίτι. Τότε θα είσαι ευτυχισμένο». Κι έτσι το αγόρι έκοψε τα κλαδιά της και τα πήρε μαζί του για να χτίσει το σπίτι του. Και η μηλιά ήταν ευτυχισμένη....

Μα το αγόρι έκανε πολύ καιρό να ξαναφανεί... Και όταν ξαναγύρισε, η μηλιά ήταν τόσο ευτυχισμένη που ούτε να μιλήσει καλά καλά δεν μπορούσε. «Έλα, Αγόρι», ψιθύρισε, «έλα να παίξεις». «Είμαι πια πολύ γέρος και πολύ λυπημένος για να παίξω», είπε το αγόρι. «Θέλω μια βάρκα να με πάρει μακριά. Μπορείς να μου δώσεις μια βάρκα;». «Κόψε τον κορμό μου και φτιάξε μια βάρκα», είπε η μηλιά. «Έτσι θα μπορείς να φύγεις μακριά... και να είσαι ευτυχισμένο». Και τότε το αγόρι έκοψε τον κορμό της, έφτιαξε μια βάρκα και έφυγε μακριά. Και η μηλιά ήταν ευτυχισμένη....Μα όχι πραγματικά.

Κι  ύστερα από λίγο καιρό το αγόρι ξαναγύρισε. «Λυπάμαι, Αγόρι» είπε η μηλιά,  «μα  δεν μου απόμεινε τίποτα πια για να σου δώσω...». «Δεν θέλω μήλα. Τα δόντια μου δεν είναι πια για μήλα», είπε το αγόρι. «Δεν έχω κλαδιά» είπε η μηλιά, «δεν μπορείς να κάνεις κούνια...». «Είμαι πολυ γέρος πια  για να  κάνω κούνια», είπε το αγόρι. «Δεν έχω κορμό» είπε η μηλιά, «δεν μπορείς να σκαρφαλώσεις...». «Είμαι πολυ κουρασμένος πια για να  σκαρφαλώνω», είπε το αγόρι. «Λυπάμαι..», αναστέναξε η μηλιά. «Μακάρι να μπορούσα να σου δώσω κάτι... Μα δεν μου απόμεινε τίποτα πια.. Δεν είμαι παρά ένα γέρικο κούτσουρο. Λυπάμαι...». «Δεν θέλω και πολλά τώρα πια», είπε το αγόρι, «μονάχα ένα ήσυχο μέρος να ξαποστάσω. Είμαι πολύ κουρασμένος». «Τότε», είπε η μηλιά και ίσιωσε όσο μπορούσε  τον κορμό της, «τότε, ένα γέρικο κούτσουρο είναι ό,τι πρέπει για να  κάτσεις και να ξαποστάσεις. Έλα, Αγόρι, κάτσε. Κάτσε και ξεκουράσου». Και το αγόρι έκατσε και ξεκουράστηκε. Και η μηλιά ήταν ευτυχισμένη...

                                                                              Μάριος Αντωνίου

Δ΄ ΤΑΞΗ

                                                                                                                                                          

Πρόσθετες πληροφορίες